δημοσίευση

δημοσίευση
η (AM δημοσίευσις) [δημοσιεύω]
γνωστοποίηση
νεοελλ.
1. η γνωστοποίηση μέσω τού Τύπου
2. η καταχώριση σε έντυπο πληροφοριών, αγγελιών, άρθρων, μελετών
3. η έκδοση σε βιβλίο
αρχ.
η εμφάνιση ενώπιον τής έκκλησίας τού δήμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δημοσίευση — η η διαδικασία με την οποία κάτι γνωστοποιείται στον πολύ κόσμο μέσω του τύπου ή διάφορων εντύπων, η καταχώριση στον τύπο: Η δημοσίευση της αγγελίας μου θα γίνει την Κυριακή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημοσιεύσῃ — δημοσιεύω make public aor subj mid 2nd sg δημοσιεύω make public aor subj act 3rd sg δημοσιεύω make public fut ind mid 2nd sg δημοσιόω confiscate pres part act fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • αφάνεια — Όταν ένα πρόσωπο έχει εξαφανιστεί κάτω από συνθήκες που επιβεβαιώνουν τον θάνατό του, ο θάνατος αυτού του προσώπου θεωρείται αποδεδειγμένος. Σε άλλες όμως περιπτώσεις που δεν υπάρχει αυτή η απόλυτη βεβαιότητα, ο θάνατος ενός προσώπου είναι σφόδρα …   Dictionary of Greek

  • δημοσιότητα — η 1. το να περιέρχεται κάτι στην κοινή αντίληψη 2. το να είναι ή το να γίνεται κάτι δημόσια γνωστό 3. φρ. α) «το φως τής δημοσιότητας» η δημοσίευση β) «υπό τό φώς τής δημοσιότητας» κάτω από το πρίσμα τής αλήθειας που έγινε διάφανη από τη… …   Dictionary of Greek

  • διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”